σφυγμομανόμετρο

σφυγμομανόμετρο
Συσκευή που χρησιμεύει για τη μέτρηση της αρτηριακής πίεσης. Αποτελείται συνήθως από ελαστικό θάλαμο (περιβραχιόνιο), μια ελαστική φούσκα (πουάρ) με βαλβίδα που χρησιμεύει για την εισαγωγή αέρα στο όλο σύστημα, ένα υδραργυρικό ή μεταλλικό μανόμετρο και ένα σύστημα σωλήνων που ενώνει τα διάφορα μέρη της συσκευής. Το περιβραχιόνιο τοποθετείται κατάλληλα στο βραχίονα εκείνου που εξετάζεται και με την ελαστική φούσκα εισάγεται αέρας στον αεροθάλαμο ωσότου η πίεση που ασκείται στα τοιχώματα της αρτηρίας να εμποδίσει τη ροή του αίματος. Το αίμα θα επανακυκλοφορήσει όταν χαμηλώσει η πίεση του αέρα μέσα στο περιβραχιόνιο, γεγονός που πραγματοποιείται με την προοδευτική ελάττωση του αέρα που περιέχεται σ’ αυτό. Η πίεση που δείχνει το μανόμετρο τη στιγμή που γίνονται οι πρώτες συστολικές ωθήσεις του αίματος που επανακυκλοφορεί, αντιστοιχεί στη μέγιστη πίεση του αίματος, ενώ η πίεση που αντιστοιχεί στην αποκατάσταση της φυσιολογικής ροής του και που επισημαίνεται κυρίως με την εξαφάνιση των αρτηριακών σφύξεων στο ακουστικό, ισοδυναμεί με την ελάχιστη πίεση. Η πρώτη ονομάζεται διαστολική και η δεύτερη συστολική.
* * *
το, Ν
συσκευή με μανόμετρο αέρος η οποία χρησιμοποιείται για τη μέτρηση τής αρτηριακής πίεσης τού αίματος, κν. πιεσόμετρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sphygmomanometer < sphygmo- (< σφυγμός) + manometer (βλ. μανόμετρο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σφυγμομανομετρία — η, Ν μέτρηση τής αρτηριακής πίεσης με το σφυγμομανομετρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sphygmomanometry < sphygmomanometer (βλ. σφυγμομανόμετρο)] …   Dictionary of Greek

  • μανόμετρο — Συσκευή για την απευθείας μέτρηση της πίεσης η οποία ασκείται επί ενός ρευστού. Ο συνηθέστερος τύπος στη βιομηχανία και στην καθημερινή χρήση είναι το μεταλλικό μ. του Μπουρντόν, το οποίο αποτελείται από έναν ελαστικό μεταλλικό σωλήνα σε σχήμα… …   Dictionary of Greek

  • πίεση — Φυσικό μέγεθος με το οποίο υποδηλώνεται η δύναμη που ασκείται σε κάθε μονάδα επιφάνειας· η π. έτσι ορίζεται με το πηλίκον της δύναμης που δρα κάθετα και ομοιόμορφα σε μια επιφάνεια, δια του εμβαδού αυτής της επιφάνειας: και εκφράζεται, ανάλογα με …   Dictionary of Greek

  • πιεσόμετρο — το, Ν ιατρ. ιατρικό όργανο για τη μέτρηση τής αρτηριακής πίεσης, αλλ. σφυγμομανόμετρο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”